Εθνική Ελλάδος: Η γλώσσα της αλήθειας…

Είναι από τα άρθρα που πραγματικά δεν ξέρεις από πού να ξεκινήσεις και τι να πρωτοαναφέρεις. Οι σκέψεις πολλές, οι διαφωνίες αρκετές, οι απορίες επίσης πολυάριθμες. Θα προσπαθήσουμε να βάλουμε όλες μας τις απόψεις σε μια σειρά και να παρουσιάσουμε τον λόγο, για τον οποίο πιστεύουμε εμείς προσωπικά, που σε ένα ακόμα μεγάλο ραντεβού η “Επίσημη Αγαπημένη” φεύγει με σκυμμένο το κεφάλι, σκορπώντας την απογοήτευση σε ολόκληρη τη χώρα, που περίμενε το εν λόγω τουρνουά ως μια διέξοδο από τη σκληρή κι απαιτητική καθημερινότητα, ως μια διαφορετικού είδους εξιλέωση κι αναγνώριση…

Αλήθεια, πόσο ΟΜΆΔΑ ήταν στην πραγματικότητα η εθνική μας; Ας το δούμε σφαιρικά και χωρίς παρωπίδες και συμπάθειες-αντιπάθειες. Αρχικά αγωνιστικά, η συγκεκριμένη σύνθεση με τον συγκεκριμένο τεχνικό, δουλεύει πραγματικά λίγο καιρό. Σε δυο μήνες είναι σχεδόν αδύνατο να τοποθετήσεις στην ίδια σελίδα παιδιά που έχουν κατακτήσει τον κόσμο, με παίκτες πολύ υψηλού status αλλά με εντελώς διαφορετική κατεύθυνση και να τους στελεχώσεις με παιδιά, από το κατώτερο στρώμα του ευρωπαϊκού μπάσκετ. Δεν είναι εύκολο. Η Ισπανία το έκανε, γιατί έχει αρχή, μέση και τέλος. Ιεραρχίες, ρόλους, πλάνο από τα πρώτα σκαλοπάτια των υποδομών και φυσικά πίστη, όραμα και ανιδιοτέλεια. Εμείς έχουμε κάτι από όλα αυτά; Αμφιβάλλω.
Οκ, ο Γιάννης ήρθε, έπαιξε, έδωσε το 100%, έδωσε άλλη δυναμική και εικόνα στην ομάδα μας, όμως αλήθεια, μιλώντας καθαρά εκ του αποτελέσματος, δεν θα μπορούσε να φτάσει στο ίδιο ακριβώς σημείο μια ομάδα χωρίς τον Έλληνα Super Star και δις MVP του NBA; Πολύ πιθανόν, ίσως στη χειρότερη περίπτωση να έβγαινε εκτός από τη φάση των ’16’, μικρή η διαφορά.

Και πάλι όμως αυτό δεν απείχε και πολύ. Το πρώτο ημίχρονο με την Τσεχία ήταν μάλλον τα χειρότερα 20′ της ομάδας μας σε αυτά τα 7 συνολικά παιχνίδια που έδωσε. Ο κακός δαίμονας έδειχνε να μην καταλαβαίνει από τίποτα και το τρένο να έρχεται κατά πάνω μας. Χάρη στον εξαιρετικό Νικ Καλάθη εκείνου του διαστήματος η εθνική μπόρεσε να μαζέψει ό,τι μαζεύεται και να μείνει κοντά στο σκορ και σε επαφή.
Οι γραμμές αυτές δεν γράφονται για να εκθειάσουμε τον Καλάθη, κάθε άλλο, ευθύνες έχει και ο ίδιος. Όμως, αντικειμενικά, ο Νικ είναι ένας παίκτης με σπουδαίο Legacy στο μπάσκετ της EL, το οποίο είναι το κοντινότερο στυλ παιχνιδιού σε αυτές τις διοργανώσεις. Ίδιο Legacy, ίσως και μεγαλύτερο έχει και ο Κώστας Σλούκας, ενώ σπουδαίο παρόν και μέλλον έχει ο κατά τεκμήριο 2ος καλύτερος Center της EuroLeague, Γιώργος Παπαγιάννης. Υπάρχουν λοιπόν παιδιά με μεγάλο όνομα και προϊστορία με την “Επίσημη Αγαπημένη”, που υποτιμήθηκαν. Αυτό που εν ολίγοις θέλουμε να πούμε είναι, ότι για ακόμα μια φορά, η εθνική ομάδα προσάρμοσε το παιχνίδι της πάνω στον Γιάννη και απορρόφησε τα δικά του χαρακτηριστικά με κάπως άγαρμπο-βίαιο τρόπο. Παιδιά με σπουδαία χαρίσματα (ο Νικ είναι ο assist leader στην ιστορία της EL) βρέθηκαν σε πρωτόγνωρη θέση, να περιορίζονται σε πάρα πολλές στιγμές στην πάσα στον Γιάννη κι έπειτα να λειτουργούν ως θεατές, βλέποντας το “Φρικιό” να τα βάζει με μια ολόκληρη άμυνα μόνος του. Δεν έχουν μάθει να παίζουν έτσι, δεν έχουν μάθει να μην έχουν σημαντικό ποσοστό επιθέσεων στα χέρια τους.

Στα ματς που οι Κώστας και Παπαγιάννης δεν έπαιξαν καθόλου, ο Γιάννης κλήθηκε να παίξει στο ‘5’ και εκεί θεωρούμε, πως έπαιξε το καλύτερο μπάσκετ στο τουρνουά, μιας και για το από εδώ μπάσκετ είναι καθαρό Center. Ο Γιάννης χτύπησε τα αντίπαλα 5άρια στα πόδια, έπιασε λόμπες στην πίσω γραμμή και στην πλάτη της άμυνας κυριάρχησε στο rebound και έκοψε πολλά σουτ. Απ’ τη στιγμή που μπήκε στο κόλπο ο Παπαγιάννης, ο Γιάννης ανέβηκε στο ‘4’ και εκεί το πράγμα κόλλησε αρκετά. Ο Γιώργος που επιθετικά είναι ένας ετερόφωτος ψηλός, αχρηστεύτηκε σε μεγάλο βαθμό, ο Γιάννης σε συνύπαρξη με τον Νικ ώθησαν τις αντίπαλες άμυνες να κλείνουν μέσα και να τζογάρουν ελεγχόμενα στο σουτ μας, ακόμα και αν έμενε ένας αμυντικός τους με δυο δικούς μας παίκτες στην περιφέρεια. Το στοίχημα από πλευράς τους είχε κερδηθεί.

“Και γιατί ρε Momentum, που τα ξέρεις όλα, ο Λαρεντζάκης και ο Αγραβάνης έπαιξαν με ψυχή και οι άλλοι όχι”. Η απάντηση είναι δύσκολη και εύκολη ταυτόχρονα. Ο Λαρεντζάκης και ο Αγραβάνης ήρθαν ως παίκτες ρόλων από τον πάγκο για συγκεκριμένα πράγματα. Μπήκαν στο τουρνουά ξέροντας ότι θα έχουν ευκαιρίες και ουσιαστικά τίποτα να χάσουν. Αν το εν λόγω τουρνουά μπορούσε να επηρεάσει το status τους ή έστω αν αναβαθμίζονταν ως βασικοί (με περισσότερες αρμοδιότητες φυσικά και πίεση), έχετε την εντύπωση ότι θα λειτουργούσαν το ίδιο; Εγώ πάντως σίγουρα όχι.
Είναι τεράστια υπόθεση να έχεις έναν MVP του NBA στο ρόστερ σου. Σου δίνει άλλη δυναμική (ο Γιάννης μοίραζε 30άρες από το ημίχρονο), όμως ταυτόχρονα επισκιάζει την υπόλοιπη ομάδα σου. Οκ ο Μήτογλου, που θα έπαιζε στο ‘4’ με το καλό σουτ θα έδενε πολύ αρμονικά με τον Γιάννη ως ‘5’, όμως δεν γινόταν να τον έχουμε. Από αυτό το σημείο λοιπόν τα πράγματα έγιναν πολύπλοκα. Φυσικά ο Γιάννης δεν γίνεται να μη στοχεύει και σε προσωπικούς αριθμούς (δεν χρειαζόταν να πατήσει παρκέ με την Εσθονία, ωστόσο το έκανε και είχε και ένα απρόοπτο). Όμως τα τελευταία χρόνια, το DNA της ομάδας μας έχει αλλοιωθεί για χατίρι του. Η Ελλάδα ήταν πάντα η ομάδα, ή μάλλον η σχολή, που θα είχε ως κύριο μέλημα την επικράτηση στα μετόπισθεν και την εδραίωση του δικού της ρυθμού. Η ομάδα που δεν θα είχε στόχο τους 90 πόντους, αλλά θα μπορούσε να επιβληθεί σε ένα παιχνίδι με τελικό σκορ 64-71 ή και περισσότερο στο ενεργητικό της, εφόσον μπορούσε να το κάνει ελεγχόμενα.

Φέτος και γενικά τα τελευταία χρόνια, το καμπανάκι κρούει πολύ δυνατά, όμως κανείς δεν το ακούει. 80+ από Κροατία και Ιταλία, σχεδόν 80 από Βρετανία και Ουκρανία, 88 από Τσεχία και σαν κερασάκι στην τούρτα, 107 από τη Γερμανία, με τα πάντσερ να χαλαρώνουν στο τελευταίο 5λεπτο. Και οκ, η Γερμανία τα έβαλε όλα, όμως κανείς δεν αναφέρει το ότι στα τρίποντα του Obst ο αμυντικός του (συνήθως Σλούκας-Dorsey) όφειλε να τον ακολουθήσει μέσα από ένα ή και δυο γερμανικά screen, με τον Γιάννη να παίζει βάθος, χωρίς να αναμειγνύεται στη φάση και χωρίς φυσικά να βοηθά τον συμπαίκτη του. Αυτές είναι κάποιες μικρές λεπτομέρειες, όταν λέμε ότι για να απορροφηθεί ο Γιάννης, το παραδοσιακό παιχνίδι μας έχει αλλοιωθεί. Ο Γιάννης δεν είναι ένας κακός αμυντικός, κάθε άλλο, τη σεζόν 2020-’21 ανακηρύχθηκε DPOY στο NBA. Γιατί δεν προκρίθηκε η επιλογή να χτίσουμε την ομάδα μας με ναυαρχίδα την άμυνά μας και με μεγάλο ηγέτη έναν εκ των καλύτερων αμυντικών του NBA; Ίσως γιατί αυτό δεν πουλάει τόσο και γιατί χρειάζεται πολλές περισσότερες εργατοώρες, τις οποίες δεν διαθέταμε; Γιατί να επιτρέπεται στον Γιάννη να κλέβει ανάσες στα μετόπισθεν, για να μπορεί να βάζει 30-40 και να κάνουμε outscore στον αντίπαλό μας; Αυτό για εμάς είναι κάτι άγνωστο. Μήπως ο ίδιος δεν προτιμά να τελειώνει ένα ματς με 15-20 πόντους και μπόλικο αμυντικό ξύλο; Για να μην παρεξηγηθούμε, δεν κάνουμε επίθεση στον Γιάννη με όλα αυτά που γράφουμε, απλώς προσπαθούμε να σκεφτούμε, ποιος θα ήταν ο πιο κατάλληλος τρόπος να ενσωματωθεί αυτό το υπερόπλο σε μια ομάδα με παραδοσιακά αντίθεση πλεύση και χωρίς να χρειαστεί να αλλοιωθεί το παιχνίδι καμίας εκ των δυο πλευρών, με το τελικό αποτέλεσμα να δικαιώνει τους πάντες.

Ο Κώστας δεν μπόρεσε να βοηθήσει την ομάδα και αυτό ήταν λίγο πολύ γνωστό από το ματς με τη Σερβία για τα προκριματικά του παγκοσμίου. Γιατί λοιπόν προτιμήθηκε να πάρει μια θέση στο ρόστερ ένα αθλητής, που εκ των προτέρων ξέραμε, ότι δεν θα βοηθούσε ούτε στο ελάχιστον αυτό που πραγματικά μπορούσε; Το ίδιο ισχύει περίπου και για τον Παπαγιάννη, ο οποίος όμως είχε πολύ περισσότερο χρόνο μπροστά του. Γιατί στην αποστολή συμπεριλήφθηκε ο Λούντζης που επί της ουσίας δεν έδωσε τίποτα; Γιατί σε αυτές τις δυο θέσεις δεν προτιμήθηκαν δυο παιδιά ακόμα νεαρότερης ηλικίας, τα οποία θα μπορούσαν να προετοιμαστούν κυρίως πνευματικά για το αύριο και το μεθαύριο της εθνικής ομάδας;
Γιατί ο Θανάσης, που δεν ήταν καθόλου κακός όσο έπαιξε, δεν πήρε περισσότερο χρόνο, είτε ως ‘3’ είτε ως ‘4’. Γιατί ο Παπαπέτρου πήρε μια θέση στο ρόστερ, ενώ υπήρχε ήδη ο αρχηγός Παπανικολάου (άλλη ιστορία αυτή), με τον οποίο ήταν φανερό από την κοινή τους θητεία στον ΟΣΦΠ, ότι “τρακάρουν”; Μια εθνική ομάδα σε ένα τουρνουά 15 ημερών δεν χρειάζεται τις 12 καλύτερες μονάδες της χώρας, αλλά τους 12 που θα ταιριάξουν καλύτερα μεταξύ τους. Γιατί στο ‘3’, ενώ γνωρίζουμε ότι έχουμε θέμα στο σουτ δεν προτιμήθηκε για παράδειγμα ο Χάρης Γιαννόπουλος; Ναι, παίζει στον Προμηθέα και από φέτος στον Κολοσσό, ενώ ο Παπαπέτρου στον ΠΑΟ και από του χρόνου στην Partizan του Obradovic, so what;;; Τι έδωσε εν τέλει ο Ιωάννης στην ομάδα μας; Θα σας πω εγώ. Το απόλυτο τίποτα. Και όχι γιατί είναι κακός παίκτης (άσχετα πάντα τι προτιμούμε εμείς), αλλά γιατί με τον πανομοιότυπο Παπανικολάου στο ‘3’, τον Θανάση που για πολλούς λόγους δεν βγαίνει από την αποστολή στο ‘3-4’ και τον Γιάννη (αναφέραμε τρεις παίκτες με μέτριο-ασταθές σουτ, όπως ακριβώς ο Παπαπέτρου και με κύριο προσόν την αθλητικότητα και τη φυσική παρουσία όπως ακριβώς ξανά ο Παπαπέτρου) δεν υπήρχε το απαραίτητο λάδι, που θα κάνει τα γρανάζια να γυρίζουν.

Το αύριο λοιπόν της εθνικής μας προβλέπεται δυσοίωνο. Δεν έχουμε τον σουτέρ στα φτερά που θα λειτουργήσει σαν συγκολλητικό υλικό. Ο Dorsey ξεκίνησε καυτός τα πρώτα δυο ματς, όμως όταν το rotation άνοιξε και χρειάστηκε να λειτουργήσει ως υποστηρικτικός πυλώνας στον Γιάννη, χάθηκε και φάνηκε να ενοχλήθηκε με τον συγκεκριμένο ρόλο (11/19 τρίποντα στα πρώτα δυο ματς έχοντας τους μεγαλύτερους χρόνους συμμετοχής στο τουρνουά για τον ίδιο – 6/23 τρίποντα στα επόμενα 5 ματς, με το πολύ χαμηλό 6.2 κατά μέσο όρο στο +/-), αφαιρώντας έτσι μια τρομερή επιθετική απειλή από την ομάδα μας. Δεν έχουμε τον ψηλό με τα κιλά και τα μούσκουλα που θα τα βάλει με τον Balvin ή τον Theis (αξιοσημείωτο το ότι ο Theis έκανε το καλύτερο παιχνίδι του στο τουρνουά απέναντί μας – σημαντικό επίσης, ότι καμία ομάδα στον όμιλό μας δεν είχε τον ψηλό φόβητρο κάτω από τη ρακέτα της, κυρίως όσον αφορά την άμυνα της ομάδας μας), δεν έχουμε τον stretch ψηλό, δεν έχουμε τον 3nD πλάγιο, ενώ μας λείπει και ο παίκτης που θα παίζει με πλάτη στη ρακέτα, κάτι που ευδοκιμεί πάντα σε αυτά τα τουρνουά.

Η Ισπανία λοιδωρήθηκε για την επιλογή του Brown, όμως έδειξε ότι ο συγκεκριμένος παίκτης ήταν ό,τι ακριβώς χρειαζόταν. Εμείς δεν έχουμε πάρει ποτέ παίκτη νατουραλιζέ. Γιατί να μην αξιοποιήσουμε αυτή τη δυνατότητα; Πόσο μεγάλο boost θα μας έδινε ένας Shooting Forward όπως ο Alec Peters, ένας 3nD πλάγιος όπως ο James Nunnally ή ένας χτιστός ψηλός όπως ο Bryant Dunston; Τα ονόματα εντελώς ενδεικτικά.

Εν κατακλείδι, η ομάδα μας έχει πολλά πράγματα να διευθετήσει πριν σηκώσει ψηλά το βλέμμα της και στοχεύσει στη μεγάλη διάκριση. Όσο οι βαρύγδουπες δηλώσεις (και εδώ το μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης φέρουν τα αφελέστατα ΜΜΕ και Social Media) και οι μεγάλες προσμονές και υψηλοί στόχοι μπαίνουν σε κάθε επικεφαλίδα, τόσο η ομάδα μας θα πνίγεται στο άγχος και θα έχει ακόμα μεγαλύτερο βουνό να ανέβει. Θυμηθείτε τον ντόρο που έγινε στο Ακρόπολις για τις νίκες μας επί της Ισπανίας ή της Τουρκίας. Ήταν απλώς δυο φιλικά, διάολε! Θυμηθείτε επίσης τις αντίστοιχες δηλώσεις των Ισπανών πριν την εκκίνηση του τουρνουά. Θα βρείτε δυο εντελώς διαφορετικούς κόσμους. Ο δικός μας δυστυχώς δεν συμπεριλαμβάνει τη νοοτροπία του νικητή. Μάλλον θα πρέπει να τη βρούμε ή να τη χτίσουμε…

Περί ορισμού της εθνικής υπερηφάνειας

Ακούσαμε πάρα πολλές φορές τη συγκεκριμένη φράση και μάλιστα προβληματιστήκαμε για την απήχηση που έχει στη δικό μας υποσυνείδητο. Όλοι μας είδαμε με μπασκετική αδημονία τις μάχες της εθνικής μας, αλλά διαφωνούμε στην διάσταση του όρου.

Προφανώς και η χαρά είναι μεγάλη μετά από μια εθνική επιτυχία, αλλά μην ξεχνάμε την εποχή που ζούμε αλλά και τα χαρακτηριστικά της. Ένας αγώνας της εθνικής ήταν και θα είναι ένα πολύ ευχάριστο διάλειμμα στις καθημερινές μας υποχρεώσεις και η προσπάθεια ενός συνόλου μπορεί να αποτελέσει μια εξαιρετική αφορμή για να παθιαστούμε και να ξεχαστούμε από τις νέες προκλήσεις της ζωής μας.

Αλλά ως εκεί. Μην περάσουμε στο άλλο άκρο και προστεθούμε στις φωνές της επανάληψης, μόνο και μόνο για να είμαστε comme il faut. Τα προηγούμενα χρόνια, τέτοιες περιγραφικές έννοιες ακούμπαγαν σε άλλα δεδομένα. Σήμερα, όμως τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά και χρειάζεται μια «προσαρμοστική ανανέωση».

Αντί επιλόγου, δεν αποδοκιμάζουμε την εθνική μας ομάδα, αλλά κρίνουμε τα αποτελέσματα αντικειμενικά και χωρίς φίλτρα. Απεχθανόμαστε τους αφορισμούς, αλλά τασσόμαστε και υπερ της αντικειμενικότητας, που δυστυχώς απουσιάζει αρκετά, για να μην χαλάσουμε μια στημένη ευφορία σε ένα μπασκετικό γεγονός που στέφθηκε με αποτυχία.

Υ.Γ 1: Είναι αδιανόητο πως τα τελευταία χρόνια από το ρόστερ μας απουσιάζει ένας καθαρός 3nD πλάγιος με ελληνικό μάλιστα διαβατήριο. Τα κωλύματα περί στρατολογίας και λοιπά ατοπήματα τα περνάω στο ντούκου. Με τον Μάικ Μπράμο κάτι άλλο παίζει, δεν το μάθαμε και δεν θα το μάθουμε ποτέ μάλλον. Πόσο διαφορετική υφή θα έδινε στο παιχνίδι μας με το low profile-soft speaking ταπεραμέντο του και με το φονικό του σουτ ταυτόχρονα; Ακόμα δεν ξεχνάω τη ματσάρα του στο Eurobasket του 2013, όταν νικήσαμε για μοναδική φορά τα τελευταία χρόνια τους Ισπανούς. Πραγματικά κρίμα, γιατί τα prime χρόνια του παίκτη συνέπεσαν με τα χοντρά προβλήματα της ομάδας μας και δεν του δόθηκε ποτέ χώρος και χρόνος.

Υ.Γ 2: Το τονίσαμε και πιο πάνω. Γιατί να πάρεις παίκτη που ξέρεις ότι δεν έχει να δώσει αλλά ούτε και να κερδίσει κάτι σοβαρό σε ένα τόσο σημαντικό τουρνουά; Αντίθετα, παιδιά όπως ο Νετζήπογλου ή ο Μαντζούκας θα αντιμετώπιζαν το συγκεκριμένο τουρνουά σαν μια τεράστια εμπειρία, που θα τους προσέφερε έναν πλούτο γνώσεων και παραστάσεων, εφοδίων τρομερά χρήσιμων για τη συνέχεια της καριέρας τους τόσο της συλλογικής όσο και της διεθνούς…

Επιμέλεια: Outsider

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ